- προσσύρω
- προσσύρω [pron. full] [ῡ],A drag on or along,
τὰ σκέλη Gal.6.155
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰ σκέλη Gal.6.155
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσσύρω — Α 1. σύρω κάτι προς τα εμπρός ή σύρω κάτι προς τον εαυτό μου 2. μέσ. προσσύρομαι σύρομαι προς μια κατεύθυνση … Dictionary of Greek
σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek